Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Συνέχεια του παραμυθιού....


Σήμερα συνεχίζω το παραμυθάκι μου για το ψαράκι, γιατί μου το ζήτησε η αδελφή μου η Φλώρα.


«Δεν αντέχω άλλο! Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κάνουμε τίποτε και απλά περιμένουμε να συμβεί το μοιραίο. Τόσες φορές φώναξα, πρότεινα να φύγουμε και να βρούμε ένα άλλο μέρος που θα έχει αρκετό φαγητό για όλους μας. Όλοι με κοιτάτε με απορία και μετά με μαλώνετε, χωρίς να μου εξηγεί κανείς, γιατί δεν πρέπει να φύγουμε από δω που γεννηθήκαμε.»
«Να πάμε πού; Η λίμνη είναι τεράστια, αλλά έχει πολύ επικίνδυνα μέρη. Το ξέρεις ότι στην άλλη όχθη ζει ένα τεράστιο καλαμάρι, που μας περιμένει με ανοιχτό το στόμα, για να χορτάσει !»
«Εγώ πιστεύω ότι είναι το ίδιο επικίνδυνο, να ζούμε εδώ. Να πεινάμε και να γνωρίζουμε ότι σε λίγο καιρό το φαγητό δεν θα φθάνει να τρώμε ούτε δυο φορές την ημέρα. Γι’ αυτό και εγώ θα φύγω μόνος μου.» είπε και γυρνώντας την πλάτη του, κολύμπησε προς το σκοτεινό βυθό μακριά από τους υπόλοιπους. Η αδελφή του δεν προσπάθησε να τον σταματήσει, γιατί δεν πίστεψε ούτε για μια στιγμή ότι εννοούσε αυτό που της είπε. Του κούνησε το πτερύγιο της θυμωμένα και έκανε μια απότομη στροφή κολυμπώντας προς την πέστροφα που συνέχιζε να λέει την μεγάλη ιστορία της λίμνης στα μικρά ψαράκια.

Η αλήθεια ήταν ότι καθώς απομακρυνόταν κολυμπώντας, δεν πίστευε ούτε ο ίδιος αυτό που δήλωσε πριν από λίγο. Καθώς όμως σκεφτόταν το θυμωμένο πρόσωπο της αδελφής του, ξαφνικά ένοιωσε ότι το νερό τώρα ήταν πιο παγωμένο από ότι γνώριζε μέχρι σήμερα. Τίναξε τα πτερύγια του και συνέχισε να κολυμπά. Κάποια στιγμή, σταμάτησε και έκανε έναν κύκλο, γύρω από τον εαυτό του. Επικρατούσε σκοτάδι. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε μακρύτερα από ένα μέτρο απόσταση. Και τότε ήταν που άρχισε να φοβάται. Πρέπει πραγματικά να είχε απομακρυνθεί αρκετά από την οικογένειά του. Θεωρούσε μάταιο να προσπαθήσει να γυρίσει πίσω, γιατί απλά δεν γνώριζε πού ακριβώς βρίσκεται το πίσω. Κι έτσι βρέθηκε τώρα ακίνητος, κουρασμένος και πολύ φοβισμένος.
Καθώς έπλεε εδώ και ώρα, προσπαθώντας να ξεκουραστεί, χωρίς όμως να κοιμηθεί, είδε μπροστά του μερικά σκουληκάκια που προσπαθούσαν να βγουν από μια τρύπα στο βυθό. Σε δευτερόλεπτα, ένοιωσε ξανά δυνατός. Φαγητό! Και μπορούσε να το φάει, χωρίς να τον μαλώσει κανείς. Θα έτρωγε όσα σκουλήκια ήθελε, μέχρι να νοιώσει την κοιλιά του γεμάτη. Χαμογέλασε και κολύμπησε σα σφαίρα με ανοιχτό το στόμα κατ’ ευθείαν πάνω στα σκουληκάκια. Σταμάτησε μόνο όταν ένοιωσε ότι η κοιλιά του ήταν σα μπαλόνι έτοιμο να σκάσει. Τώρα έπρεπε να βρει ένα ασφαλές μέρος να κοιμηθεί. Μπροστά του βρισκόταν ένας βράχος γεμάτος με φύκια και λουλούδια του βυθού. Έκανε ένα γύρω για να ερευνήσει μήπως κρυβόταν κανένα μεγάλο ψάρι μέσα, και αφού ένοιωσε σιγουριά, με το κεφάλι του και τα πτερύγιά του, άνοιξε χώρο και χώθηκε βαθιά κοντά στις ρίζες του. Εκεί το νερό ήταν λίγο πιο ζεστό. Έκλεισε τα μάτια του, χορτάτος αλλά καθόλου ευτυχισμένος. Σκέφτηκε την αδελφή του και τα υπόλοιπα ψάρια που τώρα θα τον έψαχναν με αγωνία. Ήταν σίγουρος όμως ότι κανείς δεν θα απομακρυνόταν τόσο πολύ για να τον βρει. Στο τέλος αποφάσισε να κοιμηθεί και την άλλη μέρα θα σκεφτόταν προς τα πού θα κολυμπούσε.

Το κύμα τον έστειλε να κτυπήσει πάνω στο βράχο. Η δύναμη ήταν τόσο μεγάλη, που άνοιξε τα μάτια του απότομα και τινάχτηκε προς τα εμπρός με μια μόνο κίνηση. Μόλις βγήκε έξω από τα φυτά στη ρίζα του βράχου, είδε μπροστά του το πιο μεγάλο ψάρι που είχε συναντήσει ποτέ του. Εκατό φορές μεγαλύτερο από τον ασημένιο. Φοβήθηκε τόσο πολύ που έμεινε εντελώς ακίνητος. Αυτό όμως ήταν και το γεγονός που τον έσωσε. Το μεγάλο ψάρι, γνωρίζοντας ότι στο βράχο κοιμούνται μικρά ψαράκια, είχε τινάξει την ουρά του, πάνω στα φύκια. Όμως όσο μεγάλο και να ήταν, φαίνεται ότι δεν έβλεπε τόσο καλά. Όσο ο ασημένιος καθόταν ακίνητος, δεν μπορούσε να τον δει. Αν ο ασημένιος εκείνη την ώρα έκανε την παραμικρή κίνηση, το τεράστιο ψάρι θα τον έκανε μια χαψιά. Έκανε άλλο ένα κύκλο, γύρω από τον βράχο και με μια περήφανη κίνηση της ουράς του, που παραλίγο να κτυπήσει τον ασημένιο στο πρόσωπο, εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της λίμνης. Σιγά-σιγά ο ασημένιος άρχισε να βρίσκει πάλι το κουράγιο του. Η αδελφή του, του είχε μιλήσει για ένα τεράστιο καλαμάρι. Ποτέ όμως κανείς δεν του είχε πει για τόσο μεγάλα ψάρια. Ένοιωσε απογοήτευση. Προς τα πού έπρεπε να κολυμπήσει τώρα! Χωρίς να μπορεί να αποφασίσει, έσπρωξε το νερό προς τα πίσω και έφυγε αντίθετα από κει που κολύμπησε πριν από λίγο το τεράστιο ψάρι. Τώρα ο βυθός άρχισε να αλλάζει όψη. Δεν είχε πια άμμο. Μόνο πέτρες. Ολοστρόγγυλες, τεράστιες χρωματιστές πέτρες. Το φως περνούσε μέσα από το νερό και δημιουργούσε πράσινους, κίτρινους, γαλάζιους και κόκκινους κύκλους γύρω του. Άρχισε να χαίρεται και να κυνηγάει τα χρώματα σαν να ήταν οι μικροί φίλοι του που έπαιζε. Οι φίλοι του! Μόλις τους θυμήθηκε, ένοιωσε μια λύπη να τον γεμίζει και ξαφνικά του έφυγε όλη η χαρά που του έδινε το κυνήγι των χρωμάτων. Μπορεί και να μη έβλεπε τους φίλους του, ποτέ ξανά. Ένα δάκρυ κύλησε από την άκρη του ματιού του.
«Πρόσεχε! Μη συνεχίζεις! Είναι πολύ επικίνδυνο προς τα κει που πας!»
Τρόμαξε ο ασημένιος. Από πού ακούστηκε αυτή η φωνή; Γύρισε το κεφάλι του ένα γύρο, αλλά δεν είδε τίποτε.
«Εδώ, στην άκρη του νερού. Είμαι μια μικρή χελώνα.» Κοίταξε με απορία το ζώο που έμοιαζε με πέτρα. Ναι, έμοιαζε με μεγάλο βράχο. Έτσι τουλάχιστον πίστεψε, όταν κολύμπησε δίπλα του.
«Χελώνα! Δεν έχω ξανασυναντήσει χελώνα! Εγώ είμαι ψάρι. Ασημένιο με φωνάζουνε. Δηλαδή με φωνάζανε οι φίλοι μου. Θύμωσα γιατί δεν με αφήνανε να φάω πάνω από δυο φορές την μέρα, έφυγα μακριά τους και δεν μπορώ να βρω πια το δρόμο του γυρισμού. Η λίμνη είναι τεράστια τελικά!»
«Η λίμνη; Ποια λίμνη; Το ποτάμι θέλεις να πεις.»

Συνεχίζεται ...........

2 σχόλια:

ΑΧΤΙΔΑ είπε...

Περιμένω να διαβάσω τη συνέχεια.Ξέρεις οτι ένα απο τα παραμύθια μου λένε για ένα ψαράκι!

Καλλιόπη είπε...

Γειά σου Αχτίδα. Οχι δεν το έχω διαβάσει. Το έχεις αναρτήσει? Αν ναι θα το διαβάσω.